ζαλώνομαι

ζαλώνομαι
ζαλώνομαι, ζαλώθηκα βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζαλίκι — το 1. φορτίο, ζαλίγκα 2. μτφ. οικονομικό ή ηθικό βάρος («κακό ζαλίκι ήταν αυτό to δάνειο») 3. το υπόστρωμα που προσαρμόζεται στην πλάτη ή στους ώμους τού αχθοφόρου και πάνω στο οποίο τοποθετείται το φορτίο 4. το σχοινί με το οποίο δένεται κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • ζαλώνω — 1. φορτώνω κάποιον ή κάτι τοποθετώντας το φορτίο στην πλάτη του 2. μέσ. ζαλώνομαι φορτώνομαι («προχτές... ζαλώθη ένα δαμάλι», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] …   Dictionary of Greek

  • ζαλικώνομαι — ζαλικώνομαι, ζαλικώθηκα βλ. πίν. 4 και πρβλ. ζαλώνομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”